χρωστική

χρωστική
η, Ν
βιολ. βλ. χρωστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναπνευστική χρωστική — Συστατικό που συνδυάζεται με σχέση αντίστροφη με το οξυγόνο, έτσι ώστε να μπορεί και να είναι φορέας του και να το αποθηκεύει. Για παράδειγμα, η αιμοσφαιρίνη ή αιμογλοβίνη του ανθρώπινου αίματος φορτώνεται με οξυγόνο στους πνεύμονες, έρχεται σε… …   Dictionary of Greek

  • λουτεολίνη — Χρωστική που βρίσκεται κυρίως στο φυτό Reseda luteola, της οικογένειας των ρεζεντιδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Έχει σημείο τήξης 329°C, βάφει το βαμβάκι πορτοκαλί ύστερα από πρόστυψη με άλατα αργίλιου και είναι γνωστή ως χρώμα ήδη από… …   Dictionary of Greek

  • ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • καροτίνιο — Χρωστική ουσία της ομάδας των καροτινοειδών με πορτοκαλοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται στα φυτά (κυρίως στα καρότα) και στα ζώα (στη λέκιθο του αβγού, στο όστρακο των μαλακίων κ.ά.). Το συνηθισμένο κ. είναι μείγμα τριών ισομερών υδρογονανθρακικών… …   Dictionary of Greek

  • τσιέμσα — Χρωστική ουσία που χρησιμοποιείται στη βιολογία και ιδιαίτερα στη μικροβιολογία για διαφορικές χρώσεις που αποσκοπούν στην επισήμανση με τον χρωματισμό ορισμένων μικροοργανισμών από άλλους …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • αλφισμός — Η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός που σε κανονικές συνθήκες παρουσιάζει χρωστική, εμφανίζεται χωρίς καθόλου χρωστική. Αυτή η κατάσταση είναι κληρονομική και οφείλεται στη δημιουργία άχρωμων χρωματοφόρων κυττάρων. Τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

  • ηωσίνη — Ερυθρά χρωστική, με χημικό τύπο C2O6H6 Br4O5K2. Είναι άλας με κάλιο της τετροβρωμοφλουορεσκεΐνης και παρασκευάζεται με επίδραση βρωμίου σε φλουορεσκεΐνη είτε σε αλκοολικό είτε σε υδατικό διάλυμα, με παρουσία αλκαλίου. Τα διαλύματα της η.… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”